εὔπους — with good feet masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔποδα — εὔπους with good feet neut nom/voc/acc pl εὔπους with good feet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπόδων — εὔπους with good feet masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔποδας — εὔπους with good feet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔποδε — εὔπους with good feet masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔποδες — εὔπους with good feet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔποδι — εὔπους with good feet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔποδος — εὔπους with good feet masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόπτερος — κακόπτερος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («εὔπους δὲ καὶ κακόπτερος», Αριστοτ.) 2. επίθ. για τη Σφίγγα ως πτηνό που προμηνύει κακά, δυσοίωνα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ολιγό πτερος, ποικιλό … Dictionary of Greek
καλόπους — (I) καλόπους, ουν (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύ πους, ωκύ πους]. (II) καλόπους και καλάπους, οδος, ὁ (Α) καλαπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς … Dictionary of Greek